24 Δεκ 2013

Στα αετώματα του Pir Sar

“Ανίκητος ει, ώ παί!”
Το μεσημέρι τον βρήκε λίγο έξω από τα Εμβόλιμα να στρατοπεδεύει έχοντας δίπλα του τον Κρατερό και τους καλύτερους Αγριάνες τοξότες κάτω από την άμεσο διοίκηση του Κοινού. Κουρασμένος από τις επιχειρήσεις που έκανε την προηγούμενη ακολουθούμενος από τους Ινδούς διοικητές Κωφαίο και Ασσαγέτη στις παραποτάμιες πόλεις του Ινδού ποταμού ζήτησε λίγο ξεκούραση σε ένα ζεστό μπάνιο και λίγο ανάπαυση. Ποτέ του πραγματικά δεν αναπαύονταν. Η ζωτικότητά του δεν τον άφηνε στο ίδιο σημείο για πολύ. Ξάπλωσε σε ένα ανάκλιντρο και ένιωσε την κούραση να απλώνεται σε όλο του το σώμα. Είχε φτάσει στο απώτερο άκρο της Σογδιανής λίγο πριν την μεγάλη και πολυπόθητη επέλαση για την Ινδία. Εδώ σ’ αυτό το σημείο με τα βουνά να σηκώνονται πάνω από το κεφάλι του δυσθεώρατα σκάλωσε σε μια εστία επτακοσίων ατόμων αρνούμενα να υποταχτούν στην μεγάλη επέλαση των Μακεδόνων.

Σηκώθηκε αργά από το κάθισμα και πήρε στα χέρια του ένα χρυσό λεοντόμορφο ρυτό (κύπελλο κρασιού) ενθύμιο ενός φύλαρχου που αυτομόλησε χωρίς καμιά αντίσταση λίγο έξω από τις Ώρες. Θυμάται ακόμη τα σκληρά του λόγια. “Αν δεν καθαρίσεις τον βράχο της Σογδιανής ησυχία δεν θα βρεις” Όλοι αυτοί οι σκληροτράχηλοι πολεμιστές μετά από την ήττα τους στα Βάζιρα μαζεύτηκαν σε κείνο τον βράχο, φυσικό και άπαρτο κάστρο. Ήξερε πολύ καλά για τούτο το αφιλόξενο μέρος. Πριν πολλά χρόνια πέρασε από κει και ο ημίθεος Ηρακλής χωρίς να μπορέσει να το πατήσει. Γι αυτό και οι Έλληνες το ονόμασαν Άορνο Πέτρα, σαν τον βράχο που δεν πετούν ούτε τα όρνεα. Απότομοι βράχοι σε μεγάλο υψόμετρο με μόνο ένα πέρασμα φτιαχτό από ανθρώπους.
alexander21Ο ήλιος έγερνε προς την δύση του βάζοντας φωτιά τον ουρανό με χιλιάδες χρώματα. Χρύσιζαν τα γκρέμια του βράχου που φάνταζαν να χάνονται στον ουρανό. Κάτω στο βάθος φαινόταν η ανατολική όχθη του Ινδού να στριφογυρίζει αστράφτοντας σαν φίδι. Τάβλεπε από την είσοδο της βασιλικής σκηνής με το χρυσό ρυτό στο χέρι. Έκανε νόημα και ένας από τους βασιλικούς παίδες τούριξε μέσα άκρατο οίνο φερμένο από την πατρίδα, το περίφημο πενταπόσταγμα Σαπρία. Φτιαγμένο από ξερικούς μυροσταφυλίτες με αψινθομυρωδικά μαζεμένους από τις τάφρους του Κομπολογιού, εκεί κάτω στα πόδια του Ολύμπου και πατημένα στους λίθινους ληνούς από νιούτσικα τρυφερά θηλυκά πόδια.
Κούνησε το κύπελλο για να απελευθερωθεί το άρωμα από το κρασί και κοίταξε στον πάτο που αχνόφεγγε η πατρίδα. Εννιά χρόνια πέρασαν από τον θάνατο του πατέρα του. Θα ορκίζονταν πως δεν ήταν παρά εννιά μέρες. Όλα περνούσαν τόσο ζωντανά μπροστά από τα νεανικά του μάτια. Ήταν έτοιμος ο Φίλιππος για την μεγάλη εκστρατεία της ανατολής. Θα άφηνε πίσω του για αντιβασιλέα τον Αλέξανδρο αλλά δεν πρόλαβε. Δολοφονήθηκε από την ίδια του την φρουρά και ο Αλέξανδρος, είκοσι χρονών τότε ορκίστηκε βασιλιάς του Μακεδονικού έθνους. Αμέσως κατηγόρησε τους Πέρσες για την δολοφονία λέγοντας πως θα πλήρωναν γι αυτή τους την πράξη. Θυμάται ακόμη την οργή που φούσκωσε τα στήθια του όταν του ανακοίνωσαν πως οι Θηβαίοι ξεκίνησαν επανάσταση σφάζοντας όλη την Μακεδονική φρουρά κοντά στα τριάντα άτομα και μαζί τους ξεσήκωσαν όλους τους εταίρους. Σε χρόνο ρεκόρ έτρεξε τον στρατό του για να γκρεμίσει όλη την πόλη των Θηβών και να σφάξει κοντά στις έξη χιλιάδες. Μόνο όρθιο έμεινε το σπίτι του Πινδάρου. Αυτό το βάρος θα τόσερνε σε όλη του την ζωή χωρίς ποτέ του να μπορέσει να απαλλαγεί. Δεν είχε όμως και άλλη επιλογή. Μόνο έτσι τον δέχτηκε ο Ελληνισμός σαν αυτοκράτορα στρατηγό του Ελληνισμού για την μεγάλη εκστρατεία της Ανατολής. Όραμα που γαλουχήθηκε από τα παιδικά του χρόνια στα παλάτια του πατέρα του όταν τον άκουγε να μιλάει με πάθος για οριστική επίλυση του Περσικού προβλήματος.
alexander18Έφευγε ο νους του πέρα κάτω στα πλούσια νερά της Μίεζας, παιδάκι παρέα με όλους τους μελλοντικούς  συντρόφους στην μεγάλη εκστρατεία. Παιχνίδια, πειράγματα και γέλια μέσα στις σπηλιές  και δυνατή φιλοσοφία κάτω από το εμπνευσμένο και άγρυπνο πνεύμα του μεγάλου Αριστοτέλη. Έβλεπε τα κατορθώματα του πατέρα του και φοβόταν πως τελικά δεν θάμενε κανένας άθλος για τον ίδιο. Και η δήλωση που έκανε ο πατέρας του περήφανος σαν είδε τον γιό του να ιππεύει τον Βουκεφάλα “Γιέ μου, ψάξε για βασίλειο αντάξιό σου. Η Μακεδονία είναι μικρό βασίλειο για να σε χωρέσει” τι άλλο μπορούσε να σημαίνει παρά την μεγάλη έφοδο για την κατάκτηση της ανατολής. Ένα έθνος που θα ήταν αχανές και θάφτανε στα πέρατα της οικουμένης. Τόνιωθε πως ήταν φτιαγμένος για κατακτήσεις, θαύματα και θρύλους. Μόνος του μια ιστορία!
Θυμόταν ακόμα την μέρα που πέταξε την κούπα με το κρασί σε κείνο τον κουφιοκέφαλο θείο της μέλλουσας γυναίκας του πατέρα του, της Κλεοπάτρας, τον ανόητο Άτταλο όταν τόλμησε να αμφισβητήσει την γνησιότητα του σαν διάδοχο του Μακεδονικού έθνους. Μεθυσμένος τότε ο Φίλιππος  έβγαλε το σπαθί και όρμησε πάνω του αλλά παρέσυρε μαζί του στην πτώση και ένα ανάκλιντρο για να εισπράξει του Αλέξανδρου την ειρωνεία” Δείτε έναν άνθρωπο που θέλει να περάσει στην Ασία ενώ δεν μπορεί να περάσει ένα τραπέζι”  Το πλήρωσε με επώδυνη εξορία στην Σαμοθράκη. Μέχρι που τον φώναξε πάλι ο πατέρας κοντά του για να τον αφήσει σαν αντιβασιλέα και να φύγει στην εκστρατεία. Όμως ο Αλέξανδρος τόξερε, τόνιωθε, η κατάκτηση της Ανατολής ήταν δική του υπόθεση, ήταν το πεπρωμένο του.
alexander12Και να που τώρα βρίσκονταν στην είσοδο για την μεγάλη κατάκτηση της Ινδίας ύστερα από επτά χρόνια με συνεχείς πολέμους. Εδώ στο ακραίο και αφιλόξενο αυτό μέρος, στην Σογδιανή. Κοίταξε τις τελευταίες ηλιαχτίδες να πέφτουν πάνω στους γυμνούς χιονισμένους βράχους και έσφιξε επάνω του την κόκκινη χλαμύδα. Το κρύο ήταν ακόμα τσουχτερό, κι ας ήταν Άνοιξη. Έκανε να μπει μέσα όταν άκουσε από το πλάι την φωνή του Πτολεμαίου. Του πρόσφερε κρασί σε ένα μελανόμορφο  επίχρυσο κύλικα στολισμένο στη μέση με τον Αχιλλέα να προσπαθεί να βγάλει το βέλος από τον τένοντα. “Φοβάμαι πως θα μας πάρει χρόνο η κατάληψη του βράχου”, είπε και πρόσθεσε αποφασιστικά. “Έδωσα εντολή στον Κρατερό να ετοιμαστεί για μακροχρόνια πολιορκία. Βιάζομαι όμως, θέλω να φύγω από εδώ και να μπω στην Ινδία αλλά πίσω μου δεν θ’ αφήσω επαναστατικές εστίες.”
Κάρφωσε τα γαλάζια του μάτια πάνω σε ένα πυρσό που ήδη είχαν ανάψει οι παίδες και ένιωσε πείσμα και θυμό. Ήττα ή αποχώρηση! Άγνωστες λέξεις γι αυτόν.  Ηχούν ακόμη στ’ αυτιά του τα λόγια/χρησμός της ιέριας στους Δελφούς όταν την έσυρε με την βία πάνω στον τρίποδα για να εκδώσει τον χρησμό. Αποφράδες οι μέρες και απαγορεύονταν οι χρησμοί για όλους. Όμως αυτός δεν ήταν οι όλοι. Ήταν ο στρατηλάτης της Ελλάδας. Και η ιέρια αναφώνησε “ανίκητος ει, ώ παί!” Πως λοιπόν θα έφευγε από δω ηττημένος από επτακόσιους επαναστάτες Σογδιανούς. Δεν μπορούσε να αφήσει πίσω του ανοιχτή πληγή. Θα την έκλεινε με οποιοδήποτε κόστος.
Ένας στρατηγός πλησίασε φέρνοντας μαζί του τρεις ντόπιους. Μπορούσαν να οδηγήσουν τον Αλέξανδρο σε μέρος πιο ευνοϊκό για επιχειρήσεις απ’ ότι η είσοδος που είχαν στρατοπεδεύσει. Έστειλε αμέσως τον Πτολεμαίο με την εντολή μόλις φτάσει να ανάψει πυρσό. Ήταν γαλαντόμος σε τέτοιες περιπτώσεις και έδινε πολλά τάλαντα. Αν όμως αποδεικνύονταν ψεύτες τους εκτελούσε αμέσως επί τόπου.
PIRSARΈφυγε ο Πτολεμαίος με τους άνδρες του και πέρασαν απαρατήρητοι στο μέρος που τους υπέδειξαν οι ντόπιοι. Ο Πυρσός άναψε και ο Βασιλιάς ετοίμασε ένα τμήμα για να ενωθεί με τον Πτολεμαίο. Ξεκίνησαν στην πρωινή ψύχρα με την ελπίδα ότι θα περνούσαν απαρατήρητοι από τους Σογδιανούς. Οι άλλοι μόλις τους είδαν άρχισαν να τους στέλνουν σύννεφο τα βέλη. Μπροστά στη αναπάντεχη επίθεση γύρισαν πίσω. Ένα βέλος πέρασε τον λινοθώρακα με τις χρυσές πόρπες του Αλέξανδρου και του έξυσε τον ώμο ματώνοντάς τον. Μόλις το είδαν οι στρατιώτες αγρίεψαν και άρχισαν να πολεμούν με ακατανίκητη δύναμη απωθώντας τον εχθρό παρ’ ότι εκείνοι ήταν ψηλά και πέτυχαν τελικά να ενωθούν με τον Πτολεμαίο.
Στην κατόπτευση που έκανε ο Βασιλιάς  είδε ότι μπορούσε να ακολουθήσει την ίδια τακτική με την πολιορκία της Τύρου. Να μπαζώσει δηλαδή κάποιο βολικό μέρος και να φτάσει στο ίδιο ύψος με τους επαναστάτες ώστε να μπορεί να τους μάχεται. Ξεκίνησε πρώτος να πετάει χώματα και πέτρες. Και σε λίγο τον μιμήθηκαν όλοι. Μαζεύτηκαν οι Σογδιανοί στην απέναντι μεριά και τους πετούσαν βέλη σε μια προσπάθεια να τους σταματήσουν. Από την μεριά των Μακεδόνων  με εντολή του Αλέξανδρου πετούσαν πέτρες με σφενδόνες και καταπέλτες. Προς το τέλος της μέρας είχε ήδη μπαζωθεί μεγάλο μέρος αλλά έγινε καθίζηση και κατάρρευση των μπαζωμάτων. Το πείσμα και η θέληση του μεγάλου στρατηλάτη όμως δεν ανακόπτονταν με τίποτα. Έδωσε εντολή και κάθε στρατιώτης έκοψε από είκοσι πασσάλους από το δάσος που ήταν δίπλα τους και δημιουργήθηκε έτσι υπόστρωμα ικανό να κρατήσει τα νέα μπαζώματα.
Δίπλα τους ακριβώς υπήρχε βράχος σχεδόν στο ίδιο ύψος με το μέρος που ήταν μαζεμένοι οι Σογδιανοί. Όταν ο Αλέξανδρος ζήτησε εθελοντές με υπόσχεση για καλή αμοιβή βρέθηκαν τριακόσιοι πρωτοποριακοί αλπινιστές και άρχισαν σκαρφαλώνουν όλη την νύχτα μέσα στα χιόνια  μέχρι που έφτασαν στην κορυφή οι διακόσιοι εβδομήντα. Οι τριάντα χάθηκαν στα βράχια και τα χιόνια. Τις πρωινές ώρες ανέμισαν πανιά, το σήμα για την επιτυχία τους. Ήδη είχε δοθεί εντολή το μπάζωμα να κατευθυνθεί προς εκείνο τον βράχο. Οι έγκλειστοι τάβλεπαν με δέος και τρόμαξαν στην ιδέα πως η κατάληψη ήταν θέμα χρόνου. Η επιμονή του Αλέξανδρου τους έκανε να φοβούνται και άρχισαν να ζητούν δήθεν διαπραγματεύσεις με σκοπό να το σκάσουν μόλις θα βράδιαζε Κάτι που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από την ιδιοφυία του Αλέξανδρου. Τους έδωσε χώρο να φύγουν αλλά τους συνέλαβε όλους το βράδυ. Με το φως της μέρας αναρριχήθηκε πρώτος με την βοήθεια σχοινιού μέχρι τη ρίζα του βράχου για να μπει στον χώρο των επαναστατών. Εκεί έχτισε ιερό της Αθηνάς της Νίκης και θυσίασε προς τιμήν της. Του πήρε μια βδομάδα για να πατήσει σε κείνη την αετοφωληά αλλά άξιζε τον κόπο. Από κει ψηλά γεμάτος περηφάνια και αισιοδοξία έριξε την ματιά του στην ανατολή που τον περίμενε για νέα κατορθώματα και νέες κατακτήσεις.
pirsar3Ανάμεσα στους εγκλεισθέντες ήταν και ο Βάκτριος Οξυάρτης μικρός και άσημος ηγεμόνας. Εκείνος που θα έπαιζε έναν από τους μεγαλύτερους ρόλους στην ζωή του Αλέξανδρου ήταν η πανέμορφη κόρη του Οξυάρτη, το μικρό άστρο. Η Ροσάνακ, η Ρωξάνη! Όταν την αντίκρισε ανάμεσα σε τριάντα νεαρά κορίτσια που χόρεψαν προς τιμή του η καρδιά του χτύπησε αλλόκοτα και το μυαλό του δούλεψε όπως μόνο το δικό του μπορούσε. Ένας δεύτερος γάμος, ήταν ήδη παντρεμένος με τη Στάτειρα που τον περίμενε μαθαίνοντας Ελληνικά στα Σούσα, θα ήταν καθαρά για πολιτικούς λόγους, όπως και έγινε. Ηρέμησαν οι Σογδιανοί και δεν του δημιούργησαν ξανά κανένα πρόβλημα.
Ο μύθος του Ισκαντέρ πλάθονταν ανεξίτηλα στην κουλτούρα τους στο βάθος της ιστορίας του κόσμου και γινόταν ο παγκόσμιος μαχητής.
Αλέξανδρος, ο Μέγας στρατηλάτης. Αλέξανδρος, ο Μέγας ηγέτης. Αλέξανδρος, ο Μέγας πολιτικός. Και ήταν  μόλις είκοσι εννιά χρονών.
Ο δρόμος για την περιπόθητη κατάκτηση της Ινδίας είχε ανοίξει διάπλατα. Σε λίγο ο στρατός του μεγάλου στρατηλάτη θα περνούσε την ζεύξη του Ινδού ποταμού, έργο του Ηφαιστίωνα και του Περδίκκα, για να ‘ρθεί  σε σύγκρουση με πρωτόγνωρες εξωπραγματικές δυνάμεις.

 Ένας ιδιοφυής στρατηλάτης Αλέξανδρος πάνω σε ένα μαύρο Βουκεφάλα με μια μπέρτα ν’ ανεμίζει και ένας αέναος καλπασμός με προτεταμένο το ξίφος προς την ανατολή μέσα στους αιώνες της ιστορίας. Έτσι θα τον αιχμαλώτιζε η φαντασία των ανθρώπων στο διηνεκές, έτσι θα τον τοποθετούσε η φαντασία κάποιου γλύπτη εκεί στο ξεκίνημα την άνοιξη του 334πΧ.


Σημ. Το 1926 ο αρχαιολόγος Stein Aurel  υπολόγισε πως η αρχαία τοποθεσία της Αόρνου Πέτρας βρίσκεται στο σημερινό Pir Sar λίγα χιλιόμετρα δυτικά του Ινδού ποταμού και βόρεια του ποταμού Buner  στα σύνορα Πακιστάν και Αφγανιστάν. Στην κορυφή βρέθηκαν κτερίσματα από κείνη την εποχή.

ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου