28 Μαΐ 2013

Ἡ ἀντίληψις τοῦ θανατου στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα



Η ζωή και ο θάνατος βρίσκονται μέσα στην Φύση, από το μακρόκοσμο έως το μικρόκοσμο, και είναι αλληλένδετα το ένα με το άλλο. Κάθε χρονική στιγμή άπειρος αριθμών πλανητών, ηλιακών συστημάτων, αλλά και ολόκληρων γαλαξιών στο Σύμπαν διαλύονται, σβήνουν και πεθαίνουν, όπως κι αντίστοιχα άπειρος αριθμός αυτών γεννιούνται. Στη Γη, ένα μικρό πλανήτη, που κινείται γύρω από ένα μικρό Ήλιο, σε έναν από τους άπειρους γαλαξίες του Σύμπαντος άπειρος αριθμός θανάτων συμβαίνουν κάθε χρονική στιγμή κι άπειρος αριθμός γεννήσεων αντίστοιχα.
  • Όλα τα υλικά, από τα οποία είμαστε σχηματισμένοι (άνθρακας, σίδηρος, νερό, κ.τ.λ.) βρίσκονται στο Γαλαξία μας. Άλλα υπήρχαν, όταν σχηματίστηκε η Γη και το Ηλιακό μας Σύστημα, ή έπεσαν αργότερα στη Γη από μετεωρίτες, ή σχηματίστηκαν στη Γη βάσει φυσικών διαδικασιών. Κάθε φυτό και ζώο –και ο άνθρωπος– αποτελούνται από πρωτόνια, ηλεκτρόνια και νετρόνια, τα οποία με πολύπλοκες διαδικασίες σχηματίζουν τα κύτταρα, εκατομμύρια των οποίων βρίσκονται σε κάθε ον, σε κάθε ανθρώπινο σώμα, που δεν είναι τίποτε άλλο από σκόνη ενδογαλακτικού νέφους. Όταν τα ζώα η τα φυτά πεθάνουν, τα συστατικά τους επιστρέφουν στη Γη, όπου διαλύονται, ανακυκλώνονται και χρησιμοποιούνται για το σχηματισμό νέων οργανισμών, νέων ζωών. Όλα όμως είναι συστατικά του Γαλαξία μας, που έχει σχηματισθεί από υλικά που υπήρχαν ήδη στο Σύμπαν.
  • Αυτή η διαδικασία περιγράφεται αλληγορικά με εξαιρετική γλαφυρότητα στα «Ορφικά».
Οι ορφικο-μυστηριακοί μύθοι της Περσεφόνης και του Πλούτωνα, της Ωρείθυιας και του Βορέα, της Ηούς και του Κεφάλου, του Ενδυμίωνα και της
Σελήνης, του Αδώνιδος και της Αφροδίτης είναι αλληγορικοί και συμβολίζουν τον έρωτα και το θάνατο, το χειμώνα και την άνοιξη, το θάψιμο – σπορά των γεννημάτων και την ανθοφορία τους.
  • Οι Ορφικοί, οι οποίοι δεν ήταν απλοί θρησκειολόγοι αλλά ανυπέρβλητοι επιστήμονες, μετατόπισαν το βασίλειο των νεκρών από τον Άδη στο Γαλαξία. Κατά τους Ορφικούς δεν υπήρχε θάνατος, αλλά μεταβολή και εναλλαγή ζωής, η οποία με το θάνατο επιστρέφει στην πηγή της, το Γαλαξία.
«Έριφος ες γάλ’ έπετον»• έτσι κλείνει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα των Ορφικών (απ. 18, γρ. 13), που σημαίνει: «σαν κατσικάκι έπεσα στο γάλα».
Είναι ο νεκρός που το λέει, όταν ο Ευκλής και ο Ευβουλεύς τον υποδέχονται στον Άδη, κι αυτός πέφτει στο γάλα. Με το γάλα αλληγορείται ο Γαλαξίας, ο νεκρός δηλαδή ξαναγυρνά στην πηγή της ύλης του.
Με το απόσπασμα αυτό εξηγείται, πως τα φυσικά συστατικά, που συνθέτουν τον άνθρωπο, τα οποία αποτελούν ένα μικρό μέρος της γαλαξιακής σκόνης, με το θάνατο του ανθρώπου επιστρέφουν στο Γαλαξία, απ’ όπου προέρχονται.
  • Ακόμα και εάν συμβεί ατομική έκρηξη και εξαϋλωθούμε, τα συστατικά μας θα μετατραπούν σε ενέργεια βάσει της γνωστής εξίσωσης μετατροπής της ύλης σε ενέργεια (Ε=mc2), η οποία ενέργεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άλλους οργανισμούς ή να μετατραπεί πάλι σε ύλη βάσει της αντίστροφης διαδικασίας. Ακόμα και τα συστατικά, από τα οποία σχηματίστηκε ο Γαλαξίας μας και από τα οποία είναι σχηματισμένη η ζωή σήμερα στη Γη, ενδεχομένως να ήταν παλαιότερα ενέργεια, η οποία έχει μετατραπεί σε ύλη στο μακρυνό παρελθόν.
  • Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, το Σύμπαν – Κόσμος δεν αποτελεί δημιούργημα κάποιου θεού η ανθρώπου, αλλ’ ήταν, είναι και θα είναι «πυρ αείζωον», που αναβοσβήνει με ρυθμό και νόμο («άπτεται και αποσβέννυται μέτρα», Απ. 30). Κατά το Δημόκριτο ο μεγάλος κόσμος (Σύμπαν) αποτελείται από άπειρους αυτοτελείς, αυτόζωους κι αυτοκίνητους μικρούς κόσμους, που είναι διατεταγμένοι τέλεια και αποτελεσματικά έτσι, ώστε να δημιουργούν μια ενιαία ολότητα.
Ο κάθε μικρόκοσμος είναι αυτοελεύθερος κι αυτόνομος ως μονάδα, συγχρόνως όμως είναι κι αυτοδεσμευμένος ως μέλος – απόσπασμα της ολότητας. Η ζωή λοιπόν κι η πρόσβαση του κάθε μικρόκοσμου μπορεί να φαίνεται ανεξάρτητη, στην πραγματικότητα όμως επηρεάζεται αποφασιστικά από τους ομοίους του, εξαρτάται δε και συντηρείται απ’ την ολότητα, με την οποία «η μοίρα τον έχει δέσει με σιδηρές αλυσίδες κι εκτός των κόλπων αυτής δεν νοείται» (Παρμενίδης, Απ. 8).
  • Όπως ο μεγάκοσμος «άπτεται και αποσβέννυται μέτρα», έτσι κι ο κάθε μικρόκοσμος -άρα κι ο άνθρωπος, αφού και
«άνθρωπος μικρός κόσμος» (Δημόκριτος, Απ. 34)- ανάβει και σβήνει, γεννιέται και πεθαίνει, εξασφαλίζοντας έτσι την αιωνιότητα και την νεότητα του Σύμπαντος.
  • Σύμφωνα με τον Εμπεδοκλή δύο αρχές κατευθύνουν τα πράγματα στον κόσμο και τα φαινόμενα. Η φιλία (η έλξη) και το νείκος (η άπωση). Από την φιλία (την έλξη) των πολλών προέρχεται το ένα, ενώ από το νείκος (την άπωση) προέρχονται τα πολλά.
Η θεωρία αυτή του Εμπεδοκλή της γένεσης των πραγμάτων (οργανισμών κ.λπ.) συνεπεία της έλξης απλών στοιχείων και της αποσύνθεσής τους συνεπεία της χαλάρωσης των ελκτικών δυνάμεων και της μεταξύ των απλών στοιχείων εμφανιζόμενης άπωσης προκαλεί τον θαυμασμό της σύγχρονης Επιστήμης, η οποία στο σημείο αυτό είναι απόλυτα σύμφωνη με τον Ακραγαντίνο φυσικό φιλόσοφο. («Φύσις ουδενός εστιν απάντων θνητών, ουδέ τις ουλομένου θανάτοιο τελευτή, αλλά μόνον μίξις τε διάλλαξίς τε μιγέντων εστί, φύσις δ’επί τοις ονομάζεται ανθρώποισιν» Απ. 8, 4-7.)
  • Η συνεχής εναλλαγή ζωής και θανάτου δεν έχει σταματημό σύμφωνα με τον Εμπεδοκλή: «Και ταύτ’ αλλάσσοντα διαμπερές ουδαμά λήγει», μας πληροφορεί («Περί Φύσεως», 17.) Τα πέρατα -άρα και η γένεση κι ο θάνατος των όντων- συνίστανται στο αλληλοξεπέρασμά τους• κι όπως η ζωή διαπερνά και ξεπερνά το θάνατο, έτσι κι ο τελευταίος διαπερνά και ξεπερνά τη ζωή, μ’ αποτέλεσμα τη δημιουργία του Εμπεδόκλειου «σφαίρου», της σφαιρικότητας δηλαδή της αειμετάβλητης ζωής του Σύμπαντος, που χαρακτηρίζεται από την απεραντοσύνη στο χώρο και την αιωνιότητα στο χρόνο. Η διαφοροποίηση –ενοποίηση των όντων, το «διαφερόμενον– ξυμφερόμενον» του Ηρακλείτου, ο Εμπεδοκλής το διατυπώνει ως «διαφύεσθαι – ξυμφύεσθαι», ως «διαφυόμενον- ξυμφυόμενον» και μάλιστα πολλαπλώς. Η γέννηση αποτελεί συν-δόμηση των ριζωμάτων, μια συνδόμηση που προϋποθέτει κάποια προγενέστερη απο-δόμηση, κι η τελευταία προϋποθέτει κάποια μελλοντική συν-δόμηση.
  • Χαρακτηριστικό είναι ένα απόφθεγμα του Θαλή, με το οποίο δεν διακρίνει διαφορά μεταξύ θανάτου και ζωής: «Ουδέν έφη τον θάνατον διαφέρει του ζην• «συ ουν», έφη τις, «διατί ουκ αποθνήσκεις;» «ότι», έφη, «ουδέν διαφέρει».
  • Δηλαδή: «Έλεγεν, ότι ο θάνατος δεν διαφέρει της ζωής. Τότε, εσύ, γιατί δεν πεθαίνεις; του είπε κάποιος. Διότι, είπε, δεν διαφέρει ο θάνατος της ζωής».«Εάν μη έλπηται, ανέλπιστον ουκ εξευρήσει, ανεξερεύνητον εόν και άπορον», λέει ο Ηράκλειτος, που σημαίνει, ότι, εάν δεν καλλιεργείς μέσα σου φανταστικούς κόσμους, δεν πρόκειται και να τους συναντήσεις, γιατί αυτοί δεν ανήκουν στην περιοχή του επιστητού και νοητού• άρα είναι α-νόητοι, αφού «ταυτόν εστι το νοέειν τε και είναι» σύμφωνα με τον Παρμενίδη. Με άλλα λόγια, «τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσης, αν δεν τους κουβανής μέσ’ στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνη εμπρός σου», όπως λέει ο ποιητής.
  • Επειδή ο φόβος εκπηγάζει από την άγνοια, το ρόλο του τρομοκράτη παίζει η εκπαίδευση, που εντέχνως καλλιεργεί τον «φόβον Κυρίου». Ως όργανο και μοχλός της εξουσίας συνηθίζει τις τρυφερές και ανίδεες υπάρξεις να φοβούνται όχι μόνο τον αόρατο Θεό, αλλά και κάθε άλλο «κύριο», αφέντη και άρχοντα της πολιτικής και της κοινωνίας.
  • Σήμερα «μόνο δειλιασμένες ψυχές, φοβιτσιάρικα όντα, διεστραμμένα, εγκληματικά, χωρίς ήρεμη αυτάρκεια του νου, άρρωστα από φόβο» συναντά κανείς, σύμφωνα με το Νίτσε. Για το σύγχρονο άνθρωπο ο θάνατος φαντάζει φοβερός, απεχθής, αποτρόπαιος, ενώ η ζωή έχει αναχθεί σε αυταξία και αυτοσκοπό.
  • Οι σημερινοί άνθρωποι αποφεύγουν να σκέπτονται το θάνατο και κλείνουν τα μάτια σε αυτόν στρουθοκαμηλικά. Βρισκόμαστε δηλαδή πάλι στο στάδιο της βαρβαρότητας και του πρωτογονισμού. Ο Ηράκλειτος έλεγε, πως τα σκυλιά γαυγίζουν σ’ αυτούς που δεν γνωρίζουν• το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους, που φοβούνται το θάνατο, χωρίς κανένας τους να γνωρίζει περί τίνος πρόκειται.
  • Το πρόβλημα του θανάτου, όταν αντιμετωπίζεται σαν φόβητρο, όταν γίνεται αντικείμενο ιδεολογικού εμπορίου από την εξουσία (θρησκευτική η πολιτική) υποδουλώνει τον άνθρωπο. Αφού ο άνθρωπος απορρίψει τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, πρέπει να εξοικειωθεί με την ιδέα του θανάτου.
  • Να μπορέσει να δεί, ότι ζωή και θάνατος είναι τα πιο συμφυή, συνυπάρχοντα, συννοούμενα φαινόμενα, αφού δεν νοείται το ένα χωρίς το άλλο• ότι ζωή και θάνατος είναι, εν τέλει, ένα και το αυτό πράγμα. Όχι ο πεισιθάνατος, ούτε ο ερασιθάνατος άνθρωπος, αλλά απλά ο γνώστης του θανάτου άνθρωπος αποτελεί προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός κόσμου έλλογου, ελεύθερου και αληθινού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου